κλῆρος

κλῆρος
κλῆρος (A), [dialect] Dor. [full] κλᾶρος Pi. (v. infr.), Leg.Gort.5.27, etc., ου, ὁ:—
A lot,

κλῆρον ἐσημήναντο ἕκαστος, ἐν δ' ἔβαλον κυνέῃ Il.7.175

;

κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον 3.316

, cf. Od.10.206;

ἐκ κλῆρος ὄρουσεν Il.3.325

;

ἐκ δ' ἔθορε κλῆρος κυνέης 7.182

;

ἐν δὲ κλήρους ἐβάλοντο 23.352

;

ἐπὶ κλήρους ἐβάλοντο Od.14.209

, cf. SIG1023.94 ([place name] Cos);

κλήρῳ πεπαλάσθαι Od.9.331

;

κλήρῳ λάχον ἐνθάδ' ἕπεσθαι Il.24.400

, cf. 23.862, A.Pers.187, Hdt.3.83, etc.; πάντας ἀνέφεδρος ἐπαγκρατίασε τοὺς κ., i.e. he never drew a bye, SIG1073.29 (ii A.D.);

κλήρου κατὰ μοῖραν E.Rh.545

(lyr.);

διὰ τὴν τοῦ κ. τύχην Pl.R.619d

, etc.; κλάροισι θεοπροπέων divining by lots, Pi.P.4.190: hence, of oracles, E.Hipp.1057, Ph. 838;

Ἑρμῆς γὰρ ὢν κλήρῳ ποιήσεις οἶδ' ὅτι Ar.Pax365

;

κ. Ἑρμοῦ E. Fr.39

.
2 casting of lots, drawing of lots,

κ. τίθεσθαι Id.IA1198

, cf. Tr.186 (lyr.);

δοκεῖ δίκαιον εἶναι πᾶσι τῶν ἀρχῶν μετεῖναι ἐν τῷ κ. X. Ath.1.2

, cf. Arist.Pol.1300a19, IG5(1).1390.116 (Andania, i B.C.); = Lat. sortitio provinciarum, Plu.Aem.10.
3 λαβὼν πίστιν . . κλήρου dub. sens. in OGI494.19 (i or ii A.D.).
II that which is assigned by lot, allotment of land, Hdt.2.109, Th.3.50, Pl.Lg.740b, Arist.Pol. 1265b15, al.;

λαβεῖν τᾶς χώρας ἐξαίρετον τὸν πρῶτον κλᾶρον SIG141.6

(Corc.Nigr., iv B.C.);

κ. ἱππικός OGI229.102

(Smyrna, iii B.C.);

περὶ τοῦ λάχους τριάκοντα καὶ ἑπτὰ κλάρων Schwyzer 289.88

(Priene, ii B.C.), cf. 313.4, al.
2 generally, piece of land, farm, estate,

οἶκος καὶ κ. Il.15.498

;

οἶκόν τε κ. τε Od.14.64

, cf.Hes.Op.37, 341, Pi.O.13.62;

κατέφαγε τὸν κ. Hippon.35.4

; οἱ κ. τῶν Συρίων their lands, Hdt. 1.76
, cf. 9.94, Call.Del.281, etc.; Κύπρου Πάφου τ' ἔχουσα . . κλῆρον, of Aphrodite, A.Fr.463;

κατὰ κ. Ἰαόνιον Id.Pers.899

(lyr.);

κλῆροι χθονός E.Heracl.876

;

τῶν λαβόντων ἐν Ὀρχομενῷ κλᾶρον ἢ οἰκίαν IG 5(2).344.12

(iii B.C.), cf. SIG169.61 (Iasus, iv B.C.);

Πισαίοις ἐνὶ κλήροισι Nic.Fr.74.5

. b. pl., title-deeds, PGrenf.1.14.11 (ii B.C.).
3 legacy, inheritance, heritable estate, Is.11.9, Pl.Lg.923d, Arist.Ath.9.2, SIG1186 (iv B.C.), IG22.1368.127, 154. b. collect., body of inheritors, Leg.Gort.l.c.
4 Astrol., certain degrees in the zodiac connected with planets and important in a nativity, Cat.Cod.Astr.1.169, 170, Ptol.Tetr.111, Vett.Val.59.21, al., Paul.Al.K.2 (cf. Sch.);

κ. τύχης Ptol.Tetr.129

.
5 generally, province, sphere,

ἕνα θεὸν πολλῶν ἅμα προεστάναι κλήρων Dam.Pr.369

.
III of the Levites,

Κύριος αὐτὸς κλῆρος αὐτοῦ LXX De.18.2

: hence, of the Christian clergy,

ἐν κλήρῳ καταλεγόμενος Cod.Just.1.3.38.2

, Just.Nov.6.1.7, Astramps.Orac.98.7.
------------------------------------
κλῆρος (B), ου, ,
A a beetle destructive in bee-hives, Clerus apiarius, Arist.HA605b11, 626b17.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κλῆρος — lot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήρος — Τμήμα γης που δόθηκε με κλήρωση· ο λαχνός· το μερίδιο κληρονομιάς· η μοίρα, η τύχη. Επίσης κ. ονομάζεται το ιερατείο, δηλαδή το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων κληρικών της Εκκλησίας. Στον ανώτερο κ. περιλαμβάνονται οι λειτουργοί που απέκτησαν… …   Dictionary of Greek

  • κλήρος — ο 1. το τμήμα της γης που τύχαινε στον καθένα με λαχνό. 2. το μερίδιο από κληρονομιά: Πούλησε τον κλήρο της. 3. ο λαχνός του λαχείου που βγαίνει από την κληρωτίδα: Δε με ευνόησε ο κλήρος αυτή τη φορά. 4. το σύνολο των ανώτερων και κατώτερων… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Клир — (κλήρος, clerus) причт, духовенство. К. в обширном смысле называется состав духовных лиц, по правилам христианской церкви посвященных на служение в ней, в менее обширном совокупность всех духовных лиц церкви, за исключением архиереев, также… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • κλήρω — κλῆρος lot masc nom/voc/acc dual κλῆρος lot masc gen sg (doric aeolic) κληρόω appoint by lot pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κληρόω appoint by lot imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλᾶρον — κλῆρος lot masc acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλᾶρος — κλῆρος lot masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῆροι — κλῆρος lot masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλῆρον — κλῆρος lot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήροιν — κλῆρος lot masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλήροιο — κλῆρος lot masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”